- περιαυτολογικός
- -ή, -ό / περιαυτολογικός, -ή, -όν, ΝΜ [περιαυτολογία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός.επίρρ...περιαυτολογικώς και -ά / περιαυτολογικώς και -ά, ΝΜμε περιαυτολογία, κομπαστικά.
Dictionary of Greek. 2013.