περιαυτολογικός

περιαυτολογικός
-ή, -ό / περιαυτολογικός, -ή, -όν, ΝΜ [περιαυτολογία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός.
επίρρ...
περιαυτολογικώς και -ά / περιαυτολογικώς και -ά, ΝΜ
με περιαυτολογία, κομπαστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιαυτολογικόν — περιαυτολογικός boastful masc acc sg περιαυτολογικός boastful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαυτολογικῶς — περιαυτολογικός boastful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”